- ετερόδρομος
- -η, -ο1. βοτ. φρ. «φυλλοταξία ετερόδρομη» — η φυλλοταξία κατά την οποία η γενέτειρα σπείρα τών κλώνων ακολουθεί αντίθετη φορά από το στέλεχος2. τεχνολ. (για μοχλούς) αυτός που έχει την αντίσταση και την ενεργό δύναμη προς τις αντίθετες πλευρές τού υπομοχλίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterodromous < hetero- (πρβλ. ετερο-*) + -dromous (πρβλ. -δρόμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφ. Θεοτόκη].
Dictionary of Greek. 2013.